πάροιστρος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροιστρος Medium diacritics: πάροιστρος Low diacritics: πάροιστρος Capitals: ΠΑΡΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: pároistros Transliteration B: paroistros Transliteration C: paroistros Beta Code: pa/roistros

English (LSJ)

ον, A frenzied, frantic, ἐπιθυμία, φαντασίαι, Simp.in Epict.pp.78,20D.

German (Pape)

[Seite 525] etwas heftig, fast leidenschaftlich, halb wüthend, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πάροιστρος: -ον, παράφρων, μανιώδης, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ.
β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ].