παναπευθής
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ές, utterly inscrutable, ἀταρπός Parm.4.6.
Greek Monolingual
παναπευθής, -ές (Α)
εντελώς ανεξιχνίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπευθής «ανήκουστος, ανεξιχνίαστος»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναπευθής -ές [πᾶς, ἀπευθής] geheel onkenbaar.