παραλίτης

From LSJ
Revision as of 17:23, 4 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰλίτης Medium diacritics: παραλίτης Low diacritics: παραλίτης Capitals: ΠΑΡΑΛΙΤΗΣ
Transliteration A: paralítēs Transliteration B: paralitēs Transliteration C: paralitis Beta Code: parali/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, one of the crew of the Πάραλος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, der Matrose von dem Schiffe πάραλος, Poll. 8, 116.

Greek (Liddell-Scott)

παραλίτης: «ὁ ἀπὸ τῆς παράλου· ἡ δὲ ... ἐστιν ἱερὰ ναῦς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α πάραλος
(κατά τον Ησύχ.) μέλος του πληρώματος της Παράλου, του ιερού πλοίου τών Αθηναίων.