πείσομαι
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
fut. Med. of πείθω. II fut. of πάσχω.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
πείσομαι: μέσος μέλλ. τοῦ πείθω. ΙΙ. ἀμώμαλος μέλλ. τοῦ πάσχω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
πείσομαι:I. Μέσ. μέλ. του πείθω.
II. ανώμ. μέλ. του πάσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πείσομαι indic. fut. med. van πάσχω.
πείσομαι indic. fut. med. van πείθω.