πιστωτής
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
οῦ, ὁ, confirmer, Hsch.s.v. ἐμπαστῆρας.
Greek (Liddell-Scott)
πιστωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.
Greek Monolingual
ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ πιστώ
νεοελλ.
άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής
αρχ.
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής.