πλεονότης
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
v. πλειονότης.
German (Pape)
[Seite 630] ητος, ἡ, = πλειονότης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονότης: ἴδε πλειονότης.
Greek Monolingual
η, Α
βλ. πλειονότητα.