πολυτρεφής
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
ές, A = πολυτραφής, ὕδωρ Nonn.D.40.362 (s.v.l.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολυτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο-τρεφής].