προσωφελητέον
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
one must assist, X.Ages.11.8.
Greek (Liddell-Scott)
προσωφελητέον: δεῖ προσωφελεῖν, Ξεν. Ἀγησ. 11, 8.
Greek Monotonic
προσωφελητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν.