πυρίτροχος
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
ον, fiery in its course, Nonn.D.14.292.
German (Pape)
[Seite 823] feurig laufend, ὁλκὸς ἀστερόεις, Nonn. D. 14, 402.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίτροχος: -ον, = πυρίδρομος, Νόνν. Δ. 14. 292.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που τρέχει ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -τροχος (< τροχός < τρέχω), πρβλ. σιδηρό-τροχος].