σαρκελάφεια

From LSJ
Revision as of 17:47, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκελάφεια Medium diacritics: σαρκελάφεια Low diacritics: σαρκελάφεια Capitals: ΣΑΡΚΕΛΑΦΕΙΑ
Transliteration A: sarkelápheia Transliteration B: sarkelapheia Transliteration C: sarkelafeia Beta Code: sarkela/feia

English (LSJ)

[λᾰ] (sc. σῦκα), τά, venison-figs, a kind so called, Ath.3.78a.

German (Pape)

[Seite 863] σῦκα, eine Feigenart, Ath. III, 78 a, wie Hirschfleisch (?).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκελάφεια: (ἐξυπακ. σῦκα) τά, εἶδος σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α.

Greek Monolingual

τὰ, Α
είδος σύκων που έμοιαζαν με σάρκα ελαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ἔλαφος + κατάλ. -ειος].