σπίλωμα
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ατος, τό, A defilement, stain, Aq.Is.13.12 (Auct. p.29 Field);= refined gold in Aq.Is.13.12. II mole, birthmark, Hld.10.15.
German (Pape)
[Seite 921] τό, Fleck, Schmutz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σπίλωμα: τό, μίασμα, κηλίς, «λέρα», κόπρος, ἀκαθαρσία, Ἑβδ. (Ἡσαΐ ΚΗ΄, 8).
Greek Monolingual
το, ΝΑ σπιλῶ, σπιλώνω
ηθικό στίγμα, καταισχύνη.