σταχυολογέω
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
glean ears of corn, Sch.Theoc.3.32.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren lesen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυολογέω: συλλέγω στάχυας σίτου, «σταχολογῶ», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ -λογία, ἡ Γλωσσ.