συγκαττυστής
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= concinnator, Gloss.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκαττύω
αυτός που πλάθει κάτι.
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Full diacritics: συγκαττυστής | Medium diacritics: συγκαττυστής | Low diacritics: συγκαττυστής | Capitals: ΣΥΓΚΑΤΤΥΣΤΗΣ |
Transliteration A: synkattystḗs | Transliteration B: synkattystēs | Transliteration C: sygkattystis | Beta Code: sugkattusth/s |
οῦ, ὁ,= concinnator, Gloss.
ὁ, Α συγκαττύω
αυτός που πλάθει κάτι.
ὁ, Α συγκαττύω
αυτός που πλάθει κάτι.