συγκαττύω
English (LSJ)
patch up, cobble, of shoemakers, saddlers, etc., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Luc.Hist.Conscr.23, cf. Sat.28.
German (Pape)
[Seite 967] zusammenflicken, übh. zusammensetzen, Sp., wie Luc. hist. conscr. 23; ἐσθῆτες συγκεκαττυμέναι ἐκ – epist. Saturn. 28.
French (Bailly abrégé)
raccommoder, rapiéceter.
Étymologie: σύν, καττύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καττύω aan elkaar naaien, oplappen.
Russian (Dvoretsky)
συγκαττύω: сшивать (из лоскутьев) (αἱ ἐσθῆτες ἐκ ῥακῶν συγκεκαττυμέναι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκαττύω: συρράπτω, ἐπὶ ὑποδηματοποιῶν, σελλοποιῶν καὶ τῶν τοιούτων, θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 23, πρβλ. Κρον. 28· ― μεταφ., ψεύσματα συγκαττύειν, συρράπτειν ψεύδη, Κλήμ. Ἀλ. 893.
Greek Monolingual
Α
1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτω («θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.)
2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» — το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καττύω «συρράπτω δέρματα, σολιάζω, σχεδιάζω δόλιες πράξεις»].
Greek Monotonic
συγκαττύω: μπαλώνω, συρράπτω, συγκαλλώ υποδήματα, λέγεται για υποδηματοποιούς — Παθ., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος, σε Λουκ.
Middle Liddell
to patch up, cobble, of leather-workers: Pass., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Luc.