Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκαττύω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαττύω Medium diacritics: συγκαττύω Low diacritics: συγκαττύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΤΥΩ
Transliteration A: synkattýō Transliteration B: synkattyō Transliteration C: sygkattyo Beta Code: sugkattu/w

English (LSJ)

patch up, cobble, of shoemakers, saddlers, etc., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Luc.Hist.Conscr.23, cf. Sat.28.

German (Pape)

[Seite 967] zusammenflicken, übh. zusammensetzen, Sp., wie Luc. hist. conscr. 23; ἐσθῆτες συγκεκαττυμέναι ἐκ – epist. Saturn. 28.

French (Bailly abrégé)

raccommoder, rapiéceter.
Étymologie: σύν, καττύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καττύω aan elkaar naaien, oplappen.

Russian (Dvoretsky)

συγκαττύω: сшивать (из лоскутьев) (αἱ ἐσθῆτες ἐκ ῥακῶν συγκεκαττυμέναι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκαττύω: συρράπτω, ἐπὶ ὑποδηματοποιῶν, σελλοποιῶν καὶ τῶν τοιούτων, θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 23, πρβλ. Κρον. 28· ― μεταφ., ψεύσματα συγκαττύειν, συρράπτειν ψεύδη, Κλήμ. Ἀλ. 893.

Greek Monolingual

Α
1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτωθώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.)
2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» — το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καττύω «συρράπτω δέρματα, σολιάζω, σχεδιάζω δόλιες πράξεις»].

Greek Monotonic

συγκαττύω: μπαλώνω, συρράπτω, συγκαλλώ υποδήματα, λέγεται για υποδηματοποιούς — Παθ., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

to patch up, cobble, of leather-workers: Pass., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Luc.