συγκαταπίπτω

From LSJ
Revision as of 08:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταπίπτω Medium diacritics: συγκαταπίπτω Low diacritics: συγκαταπίπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synkatapíptō Transliteration B: synkatapiptō Transliteration C: sygkatapipto Beta Code: sugkatapi/ptw

English (LSJ)

A fall down along with, σ. ταῖς τύχαις let one's spirits fall with one's fortunes, D.H.Isoc.9; ταῖς διανοίαις become despondent too, Onos.13.2; fall together in battle, J.AJ7.7.1; in wrestling, Gal.Nat.Fac.3.3.

German (Pape)

[Seite 965] (s. πίπτω), mit herab-, herunterod. niederfallen, ταῖς τύχαις, mit dem sinkenden Glücke auch den Muth sinken lassen, D. Hal. iud. Isocr. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, καταπίπτω ὁμοῦ μετά τινος, συγκαταπίπτω ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.

Greek Monolingual

Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).

Greek Monolingual

Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).