σχόμενος

From LSJ
Revision as of 19:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχόμενος Medium diacritics: σχόμενος Low diacritics: σχόμενος Capitals: ΣΧΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: schómenos Transliteration B: schomenos Transliteration C: schomenos Beta Code: sxo/menos

English (LSJ)

v. ἔχω. σχονθύλλω, = τονθορύζω, Hsch. σχῦρ, ὁ, = χήρ, hedgehog, Id. σχῶ, σχῶμεν, σχών, v. ἔχω. σῶ, v. σάω, σήθω. σῷ, Att. contr. for σῶοι. σωάδδει, v. σῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

σχόμενος: σχοῦ, ἴδε ἐν λ. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 Moy. de ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

σχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του ἔχω· προστ. σχοῦ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχόμενος part. them. aor. med. van ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

σχόμενος: part. aor. 2 med. к ἔχω.