τετραυγής

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραυγής Medium diacritics: τετραυγής Low diacritics: τετραυγής Capitals: ΤΕΤΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: tetraugḗs Transliteration B: tetraugēs Transliteration C: tetravgis Beta Code: tetraugh/s

English (LSJ)

ές, A four-eyed, θεός Orph.Fr.77: also as epithet of a kind of stone, shot with four colours, Id.L.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς
2. (για κάποιο είδος λίθου) αυτός που ακτινοβολεί τέσσερα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, το), πρβλ. δι-αυγής].