τριπλανής
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
ές, A wandered through by three, ποδηγία, of the three Gorgons, Lyc.846.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλᾰνής: -ές, πολυπλανής, πολυπλάνητος, τριπλανοῦς ποδηγίας Λυκόφρ. 846, ἔνθα ὁ Σχολ. λέγει: «τριπλανοῦς ποδηγίας· πεπλανημέναι γὰρ αἱ τρεῖς (δηλ. Γοργόνες) ἐποδήγουν ἀλλήλας ἐναλλάξ, ἕνα ἔχουσαι ὀφθαλμόν, ἢ ὅτι μία παρ’ ἑτέρας ἐναλλὰξ χρωμένη τῷ ὀφθαλμῷ, κατὰ πλάνην καὶ περιφορὰν τὰς λοιπὰς ὡδήγει» (κατ’ ἄλλην παράδοσιν αἱ τρεῖς Γραῖαι εἶχον τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν καὶ οὐχὶ αἱ Γοργόνες).
Greek Monolingual
-ές, Α
πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῦς ποδηγίας», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ-πλανής].