τριβάρβαρος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ον, thrice-barbarous, Plu.2.14b.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ο πολύ βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + βάρβαρος.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.