τριττύαρχος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριττῠαρχος Medium diacritics: τριττύαρχος Low diacritics: τριττύαρχος Capitals: ΤΡΙΤΤΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: trittýarchos Transliteration B: trittyarchos Transliteration C: trittyarchos Beta Code: trittu/arxos

English (LSJ)

ὁ, chief of a τριττύς III, IG22.641.31 (iii B. C.), Poll.8.109; = tribunus, D.H.2.7; of an officer in the army, Lib.Or.25.58; τριττυάρχης, EM768.13.

Greek (Liddell-Scott)

τριττύαρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), Πολυδ., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α
1. ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους
2. ο τριβούνος του ρωμαϊκού κράτους
3. αξιωματικός του στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + -αρχος].