φιλοκνήμις
From LSJ
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, fond of wearing greaves, fond of arms, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1281] gern, gewöhnlich Beinschienen tragend, übh. = φίλοπλος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκνήμῑς: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, φίλοπλος, φιλοπόλεμος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ιδος, ὁ, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. χαλκο-κνήμις)].