Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: φύκτῐμος | Medium diacritics: φύκτιμος | Low diacritics: φύκτιμος | Capitals: ΦΥΚΤΙΜΟΣ |
Transliteration A: phýktimos | Transliteration B: phyktimos | Transliteration C: fyktimos | Beta Code: fu/ktimos |
= φύξιμος, τὸ ἱερὸν ἄσυλον καὶ φ. εἶμεν SIG550.5 (Delph., iii B. C.).
-ον, Α
φύξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φύξιμος, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός.