χαμαιπεύκη

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιπεύκη Medium diacritics: χαμαιπεύκη Low diacritics: χαμαιπεύκη Capitals: ΧΑΜΑΙΠΕΥΚΗ
Transliteration A: chamaipeúkē Transliteration B: chamaipeukē Transliteration C: chamaipeyki Beta Code: xamaipeu/kh

English (LSJ)

ἡ, A fishbone thistle, Chamaepeuce mutica, Dsc.4.126, Plin.HN24.136.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπεύκη: ἡ, χαμηλὴ πεύκη, Staehelina Chamepeuce (Sprengel), Διοσκ. 4. 125, Πλίν. 24. 86· συγχέεται μετὰ τοῦ χαμαιλεύκη ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Διοσκ. 4. 127.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους ποωδών και θαμνωδών φυτών
αρχ.
χαμηλό πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πεύκη.