χαμαιριφής

Revision as of 11:42, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ές, (ῥίπτω) A thrown to the ground, mined, νηόν Inscr. in Ferri Contributi di Cirene alla storia della religione greca (Rome, 1923) 5 (ii A. D.), cf. Eust.1279.45. b = χαμαιρεπής (creeping on the ground) 1, Sch.Gen.Il.5.442; παιδία EM781.36. 2 = collecticius, Gloss. II φοῖνιξ χ. dwarf-palm, Chamaerops humilis, Thphr. HP2.6.11 (nisi leg. χαμαιρεπής as in Plin.HN13.39).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιρῐφής: -ές, (ῥίπτω) ὁ ἐρριμμένος κατὰ γῆς, ἐγκαταλελειμμένος, Εὐστ. 1279. 45, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 542, Ἐτυμ. Μέγ. 781, 36 κτλ. 2) τεταπεινωμένος, κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Ἐκκλ. ΙΙ φοῖνιξ χ., ὁ χαμηλὸς φοῖνιξ, Θεοφρ περὶ Φυτ Ἱστ. 2. 6. 11 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον χαμαιρεπῆ; ὡς παρὰ Πλινίῳ 13. 9).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής
το φυτό χαμαίρωψ
μσν.-αρχ.
1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν)
2. εκκλ. ταπεινωμένος
3. (για πρόσ.) περιφρονημένος
αρχ.
χαμηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. -ρρίφ-θην), πρβλ. ἀμφι-ριφής, πετρο-ρριφής].