χρησιμότης
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ητος, ἡ, usefulness, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, Brauchbarkeit, Nutzbarkeit, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
χρησῐμότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρ. τοῦ χρήσιμος, ὡς καὶ νῦν, ὅσα τῆς λυσιτελείας και χρησιμότητός ἐστι τῆς κοινῆς αὐτῶν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, 6.