ψυχόμαντις
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
εως, ὁ, A necromancer, Hsch. s.v. θυμόμαντις.
German (Pape)
[Seite 1404] ὁ, der die Geister der Verstorbenen heraufbeschwört, um sie über die Zukunft zu befragen, Geisterbeschwörer, Geisterbanner, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχόμαντις: -εως, ὁ, ὁ ἀνάγων ἢ ἀνακαλῶν τοὺς νεκρούς, νεκρόμαντις, Ἡσύχ. ἐν λ. θυμόμαντις. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 537.