ἀνελευθέριος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ον, = ἀνελεύθερος, Asp. inEN101.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελευθέριος: -ον, = ἀνελεύθερος, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4, σ. 333.
Spanish (DGE)
-ον servil Asp.in EN 101.14, sup. Chrys.M.62.605.