ἀποκώλυσις

Revision as of 10:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.

German (Pape)

[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
impedimento ἀναβάσεων X.Eq.3.11, cf. I.AI 14.285.

Greek Monolingual

ἀποκώλυσις, η (Α)
το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι.

Greek Monotonic

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκώλῡσις: εως ἡ помеха Xen.

Middle Liddell

[from ἀποκωλύω
a hindrance, Xen.