ἀποταμιεύομαι
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
lock up, keep, Ael.VH1.12, cf. PSI4.428.28 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 329] für sich aufbewahren, Sp.
Spanish (DGE)
guardar, reservar τοὺς πυροὺς καὶ τὰ λοιπὰ σπερμάτων Ael.VH 1.12, οἴνου βανώτιον PSI 428.28 (III a.C.), τὸν σῖτον Phys.A 46.3, μοῖραν ... τὴν προὔχουσαν Cyr.Al.M.68.845C, τὰ ... λυμαινόμενα ἑαυτοῖς ἀποταμιεύονται Procop.Gaz.M.87.1229B, cf. Hsch.
•c. gen. λατόμῳ ζύτου οὗ ἀποτεταμίευται PCair.Zen.176.47 (III a.C.), cf. 539.2 (III a.C.)
•en perf. act. τὸν νοῦν τοῦ βιβλίου ἀποτεταμίευκα An.Ox.3.195.11.