ἀστεροειδής

Revision as of 13:44, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. -δῶς Dsc.1.19. II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.

German (Pape)

[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].

Russian (Dvoretsky)

ἀστεροειδής:
1) звездообразный (σῶμα πύρινον καὶ ἀστεροειδές Plut.);
2) звездный (αἰθήρ Eur., Arph.; οὐρανός Arst.).