ἁμματίζω
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
(ἅμμα) tie, bind, in Pass., Orib.49.21.4 (prob. Heliod.), Heliod.ib.48.28.4, Apollod.Poliorc.180.13.
German (Pape)
[Seite 125] knüpfen, umbinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμματίζω: (ἅμμα) δένω, περιπλέκω, δεσμεύω, Ὀρειβάσ. 4. 404, Daremb.
Spanish (DGE)
1 atar, ligar ἅμματι ἁπλῷ Heliod. en Orib.48.37.1, τὰς ἀρχὰς ἁμματίζομεν Gal.18(1).782, cf. Hsch.
•en v. pas. πρὸς ἄλληλα ἁμματίζεται ἅμματι ἁπλῷ Heliod. en Orib.48.28.4, (αἱ ἀρχαί) πρὸς τὰς τῶν κάλων ἀρχὰς ἁμματίζονται Orib.49.22.4, ἡμματίσθω δὲ πᾶς ἁρμὸς ἐφ' ἑκάτερα σχοινίοις Apollod.Poliorc.180.13, ἐπ' αὐτοῖς ἀ. Gal.14.794.
2 ahorcar o estrangular Hsch.α 3422.
Greek Monolingual
ἁμματίζω (Α)
1. δένω με κόμπο
2. συνενώνω, συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός
νεοελλ.
αμμάτιση].