ἐγκέραστος

Revision as of 17:49, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A mixed, blended, Plu.2.660c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
subst. τὸ ἐγκέραστον = moderación, amabilidad ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.

Greek Monolingual

ἐγκέραστος, -ον (Α)
ανακατωμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέραστος: смешанный, примешанный (τῇ ἀνέσει τὸ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plut.).