ἐκμείλιξις
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
εως, ἡ, appeasing, taming, κυνῶν Eust.1749.43.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ aplacamiento, apaciguamiento κυνῶν Eust.1749.43.
Greek Monolingual
ἐκμείλιξις, η (Μ)
καταπράυνση, ηρεμία.