ἐκξέω
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
wipe off, erase, App. Anth.7.56,71, Tz.adLyc.874.
Spanish (DGE)
raspar, pulir, igualar λίθος ... ἐκξε̄́σαι λείος IG 22.1666A.104 (Eleusis IV a.C.)
•ref. a la escritura borrar τινα μὲν ψευδῆ τῶν σχολιογράφων ἐκξέειν Tz.Comm.Ar.1.5.5.
Greek Monolingual
ἐκξέω (AM)
μσν.
σκουπίζω καλά, καθαρίζω ξύνοντας ή τρίβοντας
αρχ.
λειαίνω εντελώς.