ἐλελίσφακον
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
τό, = ἐλελίσφακος (salvia, Salvia triloba), Dsc. 3.33, 4.103. = ψευδοδίκταμνον, Ps.-Dsc. 3.32.
German (Pape)
[Seite 795] τό, Diosc. u. a. Sp., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίσφᾰκον: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 3. 40.