ἐμπεριπλέω
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
prob. A f.l. for ἐκπεριπλέω in J.BJ3.10.9.
German (Pape)
[Seite 812] herumschiffen, auf, Ios., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριπλέω: πιθαν. πλημμελὴς γραφ. ἀντὶ ἐκπεριπλέω, ἐν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9.