Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Full diacritics: ἐπικέρνης | Medium diacritics: ἐπικέρνης | Low diacritics: επικέρνης | Capitals: ΕΠΙΚΕΡΝΗΣ |
Transliteration A: epikérnēs | Transliteration B: epikernēs | Transliteration C: epikernis | Beta Code: e)pike/rnhs |
ου, ὁ, A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)
ἐπικέρνης, ὁ (AM)
1. ο οινοχόος
2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].