διαστύφομαι
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
[ῡ], aor. -εστύφθην, become constipated, Hippiatr.35.
Greek Monolingual
διαστύφομαι (Α) [[στύφομαι, στύφω]]
πάσχω από δυσκοιλιότητα.