ἔμμεστος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ον, A filled full of a thing, τινός S.Ichn.282, Pl.Ep. 338d.
German (Pape)
[Seite 808] angefüllt, voll, τινός, von Etwas, Plat. Epist. VII, 338 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεστος: -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, κατάμεστος, τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D.
Spanish (DGE)
-ον
lleno, repleto c. gen. παρακουσμάτων Pl.Ep.338d, cf. S.Fr.314.289.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμεστος, -ον)
ο εντελώς μεστός, πλήρης.
Russian (Dvoretsky)
ἔμμεστος: наполненный (τινος Plat.).