ἡπατίας
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ον, ὁ, A = ἡπατικός 1, λοβοί Poll.2.215.
German (Pape)
[Seite 1173] zur Leber gehörig, λοβοί Poll. 2, 215.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτίας: -ου, ὁ, = ἡπατικός, Πολυδ. Β΄, 215.
Greek Monolingual
ἡπατίας, o (Α)
ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ασθματ-ίας, ιζηματ-ίας)].