ἵπφαρμος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ἀρχή τις, Hsch. (prob. = ἱππαρμοστής).
Greek (Liddell-Scott)
ἵπφαρμος: -ου, ὁ, «ἀρχή τις» Ἡσύχ., πιθαν. = ἱππαρμοστής.