ἵπφαρμος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ἀρχή τις, Hsch. (prob. = ἱππαρμοστής).
Greek (Liddell-Scott)
ἵπφαρμος: -ου, ὁ, «ἀρχή τις» Ἡσύχ., πιθαν. = ἱππαρμοστής.