Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Full diacritics: ὀρθόλοξος | Medium diacritics: ὀρθόλοξος | Low diacritics: ορθόλοξος | Capitals: ΟΡΘΟΛΟΞΟΣ |
Transliteration A: orthóloxos | Transliteration B: ortholoxos | Transliteration C: ortholoksos | Beta Code: o)rqo/locos |
ον, of a spiral bandage, A criss-cross, Asclep. ap. Erot. s.v. σκέπαρνος.
ὀρθόλοξος: -ον, ὀρθὸς καὶ λοξός, Ἐρωτιαν. 334.
ὀρθόλοξος, -ον (Α)
(για επίδεσμο) ορθός και λοξός, αυτός που έχει δεθεί σταυρωτά.