ὑποιδέω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
intr., swell up somewhat, Id.Coac.136 (om. Littré), Superf.17, Ael.VH14.7, Philostr.VA3.46, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποιδέω: ἀμεταβ., πρήσκομαι ὀλίγον, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137., 262, 11, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7, Φιλόστρ., κλπ.