ὑπόζυγος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
ὁ, the pleura, Cael.Aur.TP2.1, 11, 5.10.
German (Pape)
[Seite 1217] = ὑποζύγιος, zw.
Greek Monolingual
-ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α
1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.)
2. ως ουσ. ο υπεζωκότας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί-ζυγος, σύ-ζυγος].