ῥινοπύλη
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, A side-gate, wicket, Plb.8.25.8, 8.29.5, 15.31.10.
German (Pape)
[Seite 844] ἡ, Hinter- od. Nebenpforte, Pol. 8, 27, 8. 31, 5. 32, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνοπύλη: [ῠ], ἡ, πλαγία πύλη, πυλίς, Πολύβ. 8. 27, 8., 8. 31, 5, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πλάγια πύλη, μικρή θυρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + πύλη.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνοπύλη: ἡ дверца, калитка Polyb.