ῥύατο
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
v. ἐρύω (B).
Greek (Liddell-Scott)
ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.
English (Autenrieth)
see ῥύομαι.
Greek Monotonic
ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.