γληχωνίτης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, wine A prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.
Greek (Liddell-Scott)
γληχωνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος μὲ γλήχωνα, Γεωπ. 8, 7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. γλιχ- Gp.8.7
aromatizado con poleo οἶνος Dsc.5.52, Colum.12.35, Gp.l.c.
Greek Monolingual
γληχωνίτης, ο (Α) γλήχων
κρασί αρωματισμένο με γλήχωνα.