σπυριδόν
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
Adv. in the form of a σπυρίς, γράφειν Sch.D.T.p.190 H.; cf. σπειρηδόν.
German (Pape)
[Seite 926] adv., nach Art od. von der Gestalt einer σπυρίς, B. A. 783. 786.
Greek (Liddell-Scott)
σπῠρῐδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον σπυρίδος, Α. Β. 783˙ -ἑτέρα γραφὴ σπυρηδόν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με σχήμα σπυρίδος, καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, -ίδος «καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αναφαν-δόν)].