ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
κοτύλη, στάμνος, Hsch.
κοτύλη, στάμνος Hsch.
ἀφύστα: «κοτύλη, στάμνος» Ἡσύχ.